τάφρος

τάφρος
Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια έκταση περιέχει ορυκτά ή μέταλλα σε ποσότητες, οι οποίες είναι δυνατό να επιτρέψουν τη δημιουργία ορυχείου ή μεταλλείου, και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν επιφανειακές εμφανίσεις των κοιτασμάτων, κατασκευάζονται οι λεγόμενες ερευνητικές τ. Σκοπός τους είναι η εξέταση της αλληλουχίας των στρωμάτων. τ. οχυρωματική. Η οχυρωματική τ. είναι τεχνητό εμπόδιο, το οποίο χρησιμεύει για τη συγκράτηση εκείνων που επιτίθενται. Οι τ. χρησιμοποιούνταν άλλοτε τόσο στην πρόσκαιρη οχυρωτική, όσο και στη μόνιμη. Στην πρόσκαιρη οχυρωτική οι τ. κατ’ ανάγκη ήταν μικρών διαστάσεων και δεν αποτελούσαν εμπόδιο άξιο λόγου, γι’ αυτό δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Οι τ. της μόνιμης οχυρωτικής, αποτελούν σπουδαίο εμπόδιο και είναι βαθιές και πλατιές. Οι τ. είναι ξηρές ή με νερό. Η τ. αποτελείται κυρίως από τον πυθμένα και από τις δύο πλευρές. Η πλευρά που βρίσκεται προς το μέρος του εχθρού ονομάζεται αντίκρημνος και η άλλη κρημνός. Κατά τον 17o και 18o αι. οι τ. των οχυρών είχαν πλάτος 32-40 μ. και βάθος 5-8 μ. Αργότερα το πλάτος ελαττώθηκε στα 12 μ. Κατά την περίοδο πριν από τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο η κατατομή της τ. είχε διαρρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο αντίκρημνος να είναι κατακόρυφος και από σκυρόδεμα, ο δε κρημνός απλά από χώμα στρωμένο κατά τη φυσική του κλίση, ενισχυμένος μπροστά με σιδερένιο κιγκλίδωμα. Στα νεότερα έργα της μόνιμης οχυρωτικής προβλέπεται η ενίσχυση των τ. ως εμποδίων με πυκνά δίχτυα από συρματόπλεγμα, τα οποία τοποθετούνται στον πυθμένα. Στη σύγχρονη εποχή η οχύρωση πήρε εντελώς νέα μορφή. τ. ή σκάμμα ή εσκαμμένα ή άλμα. Ονομαζόταν από τους αρχαίους ρηχό άνοιγμα, μέσα στο οποίο ο άλτης πραγματοποιούσε τα δύο τελευταία πηδήματα του τριπλού άλματος. Η τ. αυτή μέχρι τους Μηδικούς χρόνους είχε μήκος περίπου 50 πόδια, όση δηλαδή ήταν και η πιθανή ανώτερη επίδοση. Κύριος σκοπός του σκάμματος ήταν το να κάνει αδύνατη την υπέρβαση της βαλβίδας, από τον άλτη κατά το πρώτο βήμα, η οποία ήταν το χείλος της τάφρου. τ. υδραγωγού. Κατασκευάζονται συνήθως με τραπεζοειδή διατομή, απλή ή διπλή, και με επιφάνεια μικρή ή μεγάλη, ανάλογα του ειδικού προορισμού της καθεμιάς και του ποσού του νερού που διοχετεύεται σε αυτές. Το βάθος και οι κλίσεις των πλάγιων πλευρών, εξαρτάται από τη φύση και την ποιότητα των εδαφών που διασχίζουν καθώς και από την κλίση τους. Όταν το έδαφος είναι μαλακό, τότε γίνεται επένδυση του πυθμένα της τ. με κατάλληλα και ανθεκτικά υλικά.
* * *
η, ΝΜΑ, και τράφος, ὁ, Ν, και τράφος, ἡ, ΜΑ
όρυγμα, χαντάκι, το οποίο παλαιότερα περιέβαλλε για λόγους αμυντικούς τα κάστρα και τα οχυρά (α. «άνοιξαν γύρω γύρω μεγάλες τάφρους» β. «βαθεῑαν ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τεκτονική τάφρος»
γεωλ. βλ. τεκτονικός
β) «ωκεάνια τάφρος»
(γεωλ.-ωκεαν.) κάθε επίμηκες, στενό και με απότομες πλευρές, βύθισμα τού ωκεάνιου βυθού, στο οποίο υπάρχουν τα μεγαλύτερα ωκεάνια βάθη
αρχ.
1. αρδευτικό αυλάκι
2. φρ. «τάφρον ἐλαύνω» — σκάβω τάφρο κατά μήκος (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάφρος < θ. ταφ- τού θάπ-τω + κατάλ. θηλ. -ος (πρβλ. νῆ-σος) και ένθημα -ρ-, που, κατά μία άποψη, μπορεί να ανήκει στο θ. (βλ. και λ. θάπτω). Ο τ. τράφος () < τάφρος, με μετάθεση τού -ρ-, ενώ ο νεοελλ. τ. τράφος () < αρχ. τράφος () με αναλογική αλλαγή γένους κατά τα σημασιολογικώς συγγενή λάκκος, βόθρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τάφρος — ditch fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφρος — η όρυγμα, χαντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τάφρος μεγάλη — Τοποθεσία στη Μεσσηνία. Στην τοποθεσία αυτή έγινε πολύνεκρη σύγκρουση μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών στον B’ Mεσσηνιακό πόλεμο (645 628 π.Χ.). Στη μάχη αυτή νίκησαν οι Σπαρτιάτες γιατί εξαγόρασαν τον σύμμαχο των Μεσσηνίων βασιλιά των Αρκάδων… …   Dictionary of Greek

  • ТАФРОС —    • Τάφρος          (собственно ров, канал),        1. ров с валом, проведенный через перешеек Таврического Херсонеса или Крыма, служивший укреплением полуострова (также Τάφραι, Тафры). Hdt. 4, 3;        2. пролив между Сардинией и Корсикой, н.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Διαμήκης Κοιλάδα του Ειρηνικού — Τάφρος της βόρειας Αμερικής, που αποτελείται από σειρά βυθισμάτων, κατά ένα μέρος κατακλυσμένων από νερά, και σχηματίζεται από τον κόλπο και την κοιλάδα της Καλιφόρνια, το λεκανοπέδιο του Γουιλάμετ, το Πιούτζετ Σάουντ, καθώςκαι από τους… …   Dictionary of Greek

  • τάφροι — τάφρος ditch fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφροιο — τάφρος ditch fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφροις — τάφρος ditch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφρον — τάφρος ditch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφρου — τάφρος ditch fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”